καταρτώ

καταρτώ
καταρτῶ, -άω (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῡ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.)
2. προσδένω, προσαρμόζω («χρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.)
3. σωφρονίζω
4. παθ. καταρτῶμαι, -άομαι
επανέρχομαι στις αισθήσεις μου («πέμπτῃ πρωΐ κατήρτητο», Ιπποκρ.)
5. φρ. «κατηρτημένον λέγω» — λέγω κάτι συνετό (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρτῶ «κρεμώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”